στεναχωρώ

στεναχωρώ
στεναχωρώ
1
2
στεναχώρησα βλ. πίν. 73
3
στεναχώρεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. στεναχωράω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… …   Dictionary of Greek

  • υπεραλγύνω — ΜΑ προκαλώ υπερβολικό άλγος, προκαλώ πολύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀλγύνω «προξενώ πόνο, στεναχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • στεναχωράω — / στεναχωρώ, στεναχώρεσα βλ. πίν. 62 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στενοχωρώ — στενοχωρώ, στενοχώρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. στεναχωρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δηλητηριάζω — δηλητηρίασα, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος 1. δίνω δηλητήριο σε κάποιον, φαρμακώνω: Πρώτα δηλητηρίασε τα παιδιά της και μετά αυτοκτόνησε. 2. μτφ., προκαλώ λύπη, στεναχωρώ κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου: Η μάνα δηλητηριάστηκε με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενοχωρώ — και στεναχωρώ στενοχώρη(ε)σα, στενοχωρή(έ)θηκα, στενοχωρη(ε)μένος, κάνω κάποιον να λυπηθεί, να νιώσει στενοχώρια: Με στενοχώρησες μ αυτά που είπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”