- στεναχωρώ
- στεναχωρώ1→ δες στενοχωρώ2στεναχώρησα βλ. πίν. 733στεναχώρεσα βλ. πίν. 76
και πρβλ. στεναχωράω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… … Dictionary of Greek
υπεραλγύνω — ΜΑ προκαλώ υπερβολικό άλγος, προκαλώ πολύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀλγύνω «προξενώ πόνο, στεναχωρώ»] … Dictionary of Greek
στεναχωράω — / στεναχωρώ, στεναχώρεσα βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στενοχωρώ — στενοχωρώ, στενοχώρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. στεναχωρώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δηλητηριάζω — δηλητηρίασα, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος 1. δίνω δηλητήριο σε κάποιον, φαρμακώνω: Πρώτα δηλητηρίασε τα παιδιά της και μετά αυτοκτόνησε. 2. μτφ., προκαλώ λύπη, στεναχωρώ κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου: Η μάνα δηλητηριάστηκε με τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοχωρώ — και στεναχωρώ στενοχώρη(ε)σα, στενοχωρή(έ)θηκα, στενοχωρη(ε)μένος, κάνω κάποιον να λυπηθεί, να νιώσει στενοχώρια: Με στενοχώρησες μ αυτά που είπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)